- ἐννόημα
- ἐννόημαhave in one's thoughtsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννόημα — ἐννόημα, το (AM) [εννοώ] το αποτέλεσμα τού εννοώ, αντίληψη, μάθηση μσν. 1. σκέψη, διανόημα 2. αίσθημα |Į αρχ. 1. έννοια, σημασία 2. υποκείμενο σκέψεως … Dictionary of Greek
ἐννοημάτων — ἐννόημα have in one s thoughts neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοήμασι — ἐννόημα have in one s thoughts neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοήμασιν — ἐννόημα have in one s thoughts neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοήματα — ἐννόημα have in one s thoughts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοήματι — ἐννόημα have in one s thoughts neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοήματος — ἐννόημα have in one s thoughts neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννοηματικός — ή, ό (AM ἐννοηματικός, ή, όν) [εννόημα] ο γεμάτος διανοήματα, ο διανοητικός αρχ. μτφ. 1. υποκειμενικός 2. επουσιώδης 4. εφευρετικός. επίρρ... εννοηματικώς 1. με διανοήματα 2. εμφαντικώς 3. εφευρετικώς … Dictionary of Greek
ԻՄԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 1 0846 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. իմացուած բանի. միտք եւ դիտաւորութիւն ասացելոցն. իբր sensus, mens. բանին միտքը. ... *Զսաղմոսս ունի զիմաստ բանքս. Խոսր.: *Ոչ որքան է զօրութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия